μίμηση

μίμηση
η (ΑΜ μίμησις) [μιμούμαι]
1. το να μιμείται κανείς κάποιον ή κάτι, απομίμηση, σε αντιδιαστολή προς την πρωτοτυπία («καὶ τυραννίδος μᾱλλον ἐφαίνετο μίμησις ἡ στρατηγία», Θουκ.)
2. το έργο που προέρχεται από απομίμηση, ομοίωμα («το έργο αυτό δεν είναι γνήσιο, είναι μίμηση»)
νεοελλ.
1. μουσ. τρόπος γραφής που συνίσταται στο να επαναλαμβάνεται το ίδιο μελωδικό σχήμα από τη μια φωνή στην άλλη ή από το ένα όργανο στο άλλο
2. (ψυχολ.) η συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια ενός ατόμου να αναπαραγάγει στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του το ίδιο πρότυπο σκέψης ή συμπεριφοράς που παρατήρησε σε κάποιο άτομο·|| αρχ.
1. (ιδίως για τη δραματική ποίηση ως μιμητική τέχνη) αναπαράσταση με τα μέσα τής τέχνης, απεικόνιση με καλλιτεχνικά μέσα («ὁμοίως δὲ κἂν εἴ τις ἅπαντα τὰ μέτρα μειγνύων ποιοῑτο τὴν μίμησιν, καθάπερ Χαιρήμων... Κένταυρον», Αριστοτ.)
2. απεικόνιση, παράσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίμηση — η το να αντιγράφει κάποιος τη συμπεριφορά ή τις κινήσεις άλλων, η απομίμηση: Είναι πρότυπο για μίμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιμήσῃ — μῑμήσηι , μίμησις imitation fem dat sg (epic) μῑμήσῃ , μιμέομαι imitate aor subj mp 2nd sg μῑμήσῃ , μιμέομαι imitate fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”